εκχώρηση

εκχώρηση
Η μεταβίβαση, με σύμβαση από τον δανειστή (εκχωρητή), προς ένα τρίτο πρόσωπο (εκδοχέα) μιας απαίτησης, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με την ε. δεν καταργείται η παλαιά ενοχή για να συσταθεί νέα, αλλά απλώς μεταβιβάζεται εκείνη που ήδη υπάρχει, μαζί με τα τυχόν παρεπόμενα δικαιώματα που συνυπάρχουν (υποθήκη, ενέχυρο, εγγυήσεις, προνόμια, τόκοι κλπ.). Οπωσδήποτε, για να αποκτήσει ο εκδοχέας δικαιώματα κατά του οφειλέτη ή απέναντι τρίτων, ο εκχωρητής οφείλει να αναγγείλει την ε. στον οφειλέτη. Οι τρίτοι δεν έχουν καμία ευθύνη απέναντί του, αν πριν από την αναγγελία τακτοποίησαν την οφειλή με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο. Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλλει κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή. Δεν επιδέχονται ε. όλες οι ακατάσχετες απαιτήσεις, κατά τον A.K., την πολιτική δικονομία ή άλλους ειδικούς νόμους, καθώς και οι απαιτήσεις που είναι ανεκχώρητες, εξαιτίας συμφωνίας ή από τη φύση τους (προσωποπαγείς κλπ.). Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. γίνεται από τον νόμο ή ως συνέπεια κατάσχεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Προβλέπεται επίσης από τον A.K. η ε. διεκδικητικής αγωγής ακινήτου στον τομέα από τον κύριο, οπότε ισχύει ως μεταβίβαση κυριότητας.
* * *
η (AM ἐκχώρησις)
μεταβίβαση, παραχώρηση ενός δικαιώματος ή περιουσιακού στοιχείου με επίσημη πράξη
νεοελλ.
(νομ.) η σύμβαση με την οποία ένας πιστωτής μεταβιβάζει σε νέο πιστωτή την ενοχική απαίτησή του κατά τού οφειλέτη
αρχ.
1. πορεία προς τα έξω, έξοδος
2. αποχώρηση, αναχώρηση, απομάκρυνση
3. παραχώρηση, χορήγηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκχώρηση — η 1. η μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου ή οποιουδήποτε δικαιώματος σε άλλον με επίσημη πράξη. 2. (νομ.), η σύμβαση για τη μεταβίβαση από δανειστή σε νέο δανειστή της ενοχικής απαίτησης από οφειλέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκχωρήσῃ — ἐκχωρήσηι , ἐκχώρησις going out fem dat sg (epic) ἐκχωρέω depart aor subj mid 2nd sg ἐκχωρέω depart aor subj act 3rd sg ἐκχωρέω depart fut ind mid 2nd sg ἐκχωρέω depart aor subj mid 2nd sg ἐκχωρέω depart aor subj act 3rd sg ἐκχωρέω depart fut ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • ανεκχώρητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εκχωρηθεί σε άλλον 2. (Νομ.) «ανεκχώρητοι απαιτήσεις» απαιτήσεις που δεν είναι δυνατόν να εκχωρηθούν, για τις οποίες δεν είναι δυνατόν να είναι έγκυρη η εκχώρηση* …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… …   Dictionary of Greek

  • μεταβίβαση — Ο όρος χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς του τεχνικού λεξιλογίου, με την έννοια της μεταφοράς, της μετακίνησης, στην πραγματική ή τη μεταφορική της διάσταση, όπως συμβαίνει κυρίως στην ψυχολογική ορολογία. Στην παιδαγωγική ψυχολογία σημαίνει τη …   Dictionary of Greek

  • μεταδιοίκησις — μεταδιοίκησις, ἡ (Α) [μεταδιοικώ] 1. η παραχώρηση, η μεταβίβαση, η εκχώρηση ιδιοκτησίας 2. η διαφορετική διοίκηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”