- εκχώρηση
- Η μεταβίβαση, με σύμβαση από τον δανειστή (εκχωρητή), προς ένα τρίτο πρόσωπο (εκδοχέα) μιας απαίτησης, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με την ε. δεν καταργείται η παλαιά ενοχή για να συσταθεί νέα, αλλά απλώς μεταβιβάζεται εκείνη που ήδη υπάρχει, μαζί με τα τυχόν παρεπόμενα δικαιώματα που συνυπάρχουν (υποθήκη, ενέχυρο, εγγυήσεις, προνόμια, τόκοι κλπ.). Οπωσδήποτε, για να αποκτήσει ο εκδοχέας δικαιώματα κατά του οφειλέτη ή απέναντι τρίτων, ο εκχωρητής οφείλει να αναγγείλει την ε. στον οφειλέτη. Οι τρίτοι δεν έχουν καμία ευθύνη απέναντί του, αν πριν από την αναγγελία τακτοποίησαν την οφειλή με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο. Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλλει κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή. Δεν επιδέχονται ε. όλες οι ακατάσχετες απαιτήσεις, κατά τον A.K., την πολιτική δικονομία ή άλλους ειδικούς νόμους, καθώς και οι απαιτήσεις που είναι ανεκχώρητες, εξαιτίας συμφωνίας ή από τη φύση τους (προσωποπαγείς κλπ.). Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. γίνεται από τον νόμο ή ως συνέπεια κατάσχεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας.
Προβλέπεται επίσης από τον A.K. η ε. διεκδικητικής αγωγής ακινήτου στον τομέα από τον κύριο, οπότε ισχύει ως μεταβίβαση κυριότητας.
* * *η (AM ἐκχώρησις)μεταβίβαση, παραχώρηση ενός δικαιώματος ή περιουσιακού στοιχείου με επίσημη πράξηνεοελλ.(νομ.) η σύμβαση με την οποία ένας πιστωτής μεταβιβάζει σε νέο πιστωτή την ενοχική απαίτησή του κατά τού οφειλέτηαρχ.1. πορεία προς τα έξω, έξοδος2. αποχώρηση, αναχώρηση, απομάκρυνση3. παραχώρηση, χορήγηση.
Dictionary of Greek. 2013.